- σηπτικότητα
- η, Νη ιδιότητα τού σηπτικού, η ικανότητα πρόκλησης σήψης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σηπτικός. Η λ., στον λόγιο τ. σηπτικότης, μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σηπτικότητα — η το να είναι κάποιος ή κάτι σηπτικό: Η σηπτικότητα ορισμένων μικροβίων εκδηλώνεται αμέσως μετά το θάνατο του οργανισμού στον οποίο βρίσκονται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)